ζυγοκρούστης

ζυγοκρούστης
ζυγοκρούστης, ὁ (Α)
αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση τού ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο-κρούστης, τυμπανο-κρούστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζυγοκρούσταις — ζυγοκρούστης one who uses a false balance masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγοκρούστας — ζυγοκρούστᾱς , ζυγοκρούστης one who uses a false balance masc acc pl ζυγοκρούστᾱς , ζυγοκρούστης one who uses a false balance masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιστής — καμπανιστής, ὁ (Μ) [καμπανίζω] αυτός που εξαπατά κατά το ζύγισμα χρησιμοποιώντας ψεύτικα, λιποβαρή σταθμά, ζυγοκρούστης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”